Αυγή, 24/7/18
Πριν πέντε χρόνια είχαμε μια διαφωνία με τον Σταύρο Τσακυράκη, στο πλαίσιο των Απόψεων του Βήματος. Η διαφωνία αφορούσε την ελευθερία της έκφρασης και, πιο συγκεκριμένα, την προστασία της μισαλλόδοξης έκφρασης. Το βασικό ζήτημα ήταν αν ο νόμος πρέπει να προστατεύει την έκφραση του φασίστα.
Ο Τσακυράκης υποστήριζε ότι ο νομικός περιορισμός ή η απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου δικαιολογούνται αν και μόνο αν ‘στοιχειοθετείται άμεσος και επικείμενος κίνδυνος επέλευσης κάποιου κακού’. Άρα ο μισαλλόδοξος λόγος πρέπει, σε πολλές περιπτώσεις, να προστατεύεται. Εγώ υποστήριζα ότι αυτή η αρχή είναι ασαφής και ότι ο νόμος μπορεί δικαιολογημένα να περιορίσει τον μισαλλόδοξο λόγο όταν ο λόγος αυτός περιορίζει την ελευθερία του λόγου τρίτων.
Δυστυχώς, σε εκείνη μας τη συζήτηση επικεντρώθηκα αποκλειστικά στα σημεία της διαφωνίας μου με τον Τσακυράκη. Λέω ‘δυστυχώς’ επειδή ήλπιζα ότι κάποια μέρα θα μου δινόταν η ευκαιρία να του πω ότι συμφωνώ με τα επιχειρήματά του υπέρ της απολυτότητας της προστασίας της έκφρασης, ότι θαυμάζω τη συνεισφορά του στην ελληνική συζήτηση για τα δικαιώματα και ότι έμαθα πολλά από το δοκίμιό του Θρησκεία κατά Τέχνης (Πόλις, 2005). Τίποτα από αυτά δεν είναι πλέον εφικτό. Οπότε θα αρκεστώ σε μια φανταστική συζήτηση με έναν σημαντικό Έλληνα φιλόσοφο του δικαίου που εκτιμούσα, αλλά ποτέ δεν γνώρισα.