The Books’ Journal, 13/11/2018
Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Νοέμβρη του 1918, ανάγγειλε την κατάρρευση δύο προμαχώνων της φεουδαρχίας: της δυναστείας των Hohenzollern στη Γερμανία και των Habsburg στην Αυστροουγγαρία. Έτσι, η νίκη της Entente ήταν ταυτόχρονα νίκη της δυτικής αστικής τάξης απέναντι στον φεουδαρχικό μιλιταρισμό της κεντρικής Ευρώπης. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Otto Bauer, ο πρώτος παγκόσμιος ήταν ‘η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή αστική επανάσταση στην ιστορία.’ Η συνακόλουθη αδυναμία των αστών στην κεντρική Ευρώπη σήμαινε ότι η κατάκτηση της δημοκρατίας ήταν πλέον υπόθεση των λαών. Για την ακρίβεια, η αλλαγή επαναστατικής σκυτάλης—από την αστική στην εργατική τάξη—ευνοούσε την ενοποίηση δύο πολιτικών προγραμμάτων: της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή του κοινοβουλευτισμού και του κράτους δικαίου, και της οικονομικής δημοκρατίας, δηλαδή του σοσιαλισμού.
Οι λαϊκές επαναστάσεις του Νοέμβρη 1918 στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ουγγαρία, επιχείρησαν να ενοποιήσουν αυτά τα δύο προγράμματα με μια νέα στρατηγική οπτική. Μπορούμε να την αποκαλέσουμε συμβουλιακό ερφουρτισμό: ‘συμβουλιακό’ επειδή στηριζόταν στα νεότευκτα εργατικά και στρατιωτικά συμβούλια· ‘ερφουρτισμό’ επειδή αντλούσε αρχές και πολιτική έμπνευση από το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα της Ερφούρτης, γραμμένο από τον Karl Kautsky το 1891. Οι επαναστάσεις του Νοέμβρη, με άλλα λόγια, δεν ανακάλυψαν τη μορφή της σοσιαλιστικής εξουσίας, αλλά εμπλούτισαν το περιεχόμενό της με τον θεσμό των εργατικών συμβουλίων.