Αυγή της Κυριακής, 11/11/18
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Γερμανία ήταν η πιο βιομηχανικά αναπτυγμένη χώρα στη δυτική Ευρώπη και, ταυτόχρονα, μια από τις πιο δημοκρατικά υπανάπτυκτες. Αντίθετα με το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, η Γερμανία δεν ολοκλήρωσε ποτέ την αστική επανάσταση του 1848: δεν είχε επεκτείνει το δικαίωμα ψήφου σε όλο τον (αντρικό) πληθυσμό, διακατεχόταν από τοπικισμούς και φεουδαρχικές φατρίες, και κυβερνιόταν από τη μιλιταριστική αριστοκρατία των Γιούνκερ. Αυτή ήταν, σε μεγάλο βαθμό, η κληρονομιά του Bismarck, ο οποίος κατέστρεψε τον γερμανικό φιλελευθερισμό, στρέφοντας την πολιτική έκφραση του γερμανικού αστισμού προς τον μιλιταρισμό. Έτσι το γερμανικό εργατικό κίνημα επωμίστηκε το βάρος δύο επαναστάσεων: την ολοκλήρωση μιας ανολοκλήρωτης αστικής επανάστασης και την εκκίνηση μιας καθολικής εκδημοκράτισης της κοινωνίας, δηλαδή τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Παρά τον οπισθοδρομικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, το γερμανικό εργατικό κίνημα ήταν το μεγαλύτερο και πιο οργανωμένο στον κόσμο. Κύριο όχημα της οργάνωσής του ήταν το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και κύρια πολιτική του πλατφόρμα το πρόγραμμα της Ερφούρτης του 1891. Ο ερφουρτισμός—εφεύρεση του μαθητή του Engels, Karl Kautsky—πρέσβευε απλή αναλογική, διετή κοινοβούλια, δημοκρατική εκλογή των δημόσιων υπαλλήλων, κοσμική και δωρεάν παιδεία, δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής και πενθήμερο οκτάωρο. Τον Απρίλη του 1917, ενδοκομματικές διαφωνίες για τη συνέχιση του πολέμου οδήγησαν το SPD σε διάσπαση, δημιουργώντας το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD). Μέτα τον Οκτώβρη του 1917, η αριστερή πτέρυγα του USPD—απαρτιζόμενη από τους Σπαρτακιστές και τους επαναστάτες συνδικαλιστές (Revolutionären Obleute)—άρχισε να προσανατολίζεται προς επανάσταση στο ρώσικο μοντέλο.